εφημερίδα "Το Άστυ", αρ. φύλ. 1677, 22.07.1895:2
πηγή: Αριστοτελειο Πανεπιστημιο Θεσσαλονικης - Ψηφιοθηκη Άρθρα Ελληνικών Εφημερίδων (1800-2000)
Ὁ Ταὶν νομίζω εἰς κἄποιαν περιγραφὴν ταξειδίου του ἐκφράζει τὸ δυσάρεστον ἐκεῖνο αἴσθημα λύπης καὶ φόβου, τὸ ὁποῖον μᾶς καταλαμβάνει κατὰ τοὺς περιπάτους εἰς χώραν βάρβαρον, ὅπου κάθε γωνία γῆς, κάθε λίθος ἀναμιμνήσκει μίαν ἀγριότητα παρελθοῦσαν τῶν ὁμοίων μας, μίαν ἀνθρωπίνην ὠμότητα.
Εἰς τὴν Ἑλλάδα δυστυχῶς πολλάκις δύναται νὰ προκληθῇ αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὄχι ἐκ βαρβαρότητος παρελθούσης, ἀλλ’ ἐκ τῆς βαρβαρότητος τῶν συγχρόνων μας.
Ὅσοι μελετᾶτε τὴν κατάστασιν τοῦ πολιτισμοῦ μας, κάμετε σᾶς παρακαλῶ μίαν ἐκδρομὴν θλιβερὰν μέχρι Κολοκυνθοῦς καὶ ἀναβῆτε ἐκεῖ εἰς τὸν λόφον τοῦ Κολωνοῦ. Ἀρκεῖ νὰ ἔχετε μόριον μόνον συναισθήματος φιλοτιμίας, εὐγνωμοσύνης, σεβασμοῦ πρὸς τοὺς νεκροὺς διὰ νὰ φρίξετε.
Εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ἱστορικοῦ λόφου κεῖνται δύο μνημεῖα πολύτιμα διὰ τὴν Ἑλλάδα, δύο μνημεῖα ἐγκλείοντα τὴν κόνιν ἀνδρῶν, πρὸς τοὺς ὁποίους εὐγνωμοσύνην καὶ σεβασμὸν ὀφείλει ἡ πατρίς μας, τὸν Μύλλερ καὶ τὸν Λενορμάν. Ἀμφότεροι ἀρχαιολόγοι καὶ ἱστορικοὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ φιλέλληνες ἀκραιφνεῖς, ἀφιέρωσαν τὴν ζωήν των εἰς τὴν ἐξέτασιν τοῦ προσφιλοῦς ἀντικειμένου τῆς λατρείας των, τῆς Ἑλλάδος τοῦ παρελθόντος.
Καὶ ἀκριβῶς ἐν μέσῳ τῶν ἀγώνων των, ἐν μέσῳ τῶν ἐργασιῶν των πρὸς ἀναγέννησιν τῆς γῆς τῶν προγόνων μας ἀπέθανον· ὁ εἷς, ὁ Μύλλερ, προσβληθεὶς ὑπὸ πνευμονίας ἐνῷ ἐπανήρχετο ἐκ Δελφῶν· ὁ ἕτερος, ἂν δὲν σφάλλω, κατὰ τὰς ἐργασίας του εἰς Ἐλευσῖνα. Ἡ Ἑλλὰς τοῖς παρεχώρησε μίαν γωνίαν γῆς ἔνδοξον, ἐκεῖ ἐπὶ τοῦ Κολωνοῦ καὶ ἀνηγέρθησαν ὑπὸ τοῦ δήμου ὡς ἐλάχιστον δεῖγμα σεβασμοῦ πρὸς τοὺς ἐνδόξους φιλέλληνας δύο στῆλαι ἐπὶ τοῦ τάφου των.
Θὰ ἦτο, βεβαιωθῆτε, πολὺ προτιμότερον ἂν ἀστοργοτέρα καὶ ὀλιγώτερον εὐγνώμων ἡ Ἑλλὰς τοὺς ἄφηνε νὰ κοιμηθοῦν ἤρεμοι εἰς τὴν πατρίδα των, ὅπου ἡ ταφὴ δὲν θὰ ἐγίνετο ἐπὶ τοῦ ἱστορικοῦ Κολωνοῦ, ἀλλὰ τὸ χῶμα τὸ ταπεινὸν θὰ ἔμενεν ἀνύβριστον καὶ ἡ γαλήνη τοῦ τάφου των δὲν θὰ συνεταράσσετο ὑπὸ διαρκῶν βεβηλώσεων.
Εἶνε πολὺ δύσκολον νὰ φαντασθῆτε καὶ εἶνε πολὺ βρωμερὸν νὰ σᾶς περιγράψω ἐγὼ τί ὑποφέρουν ἐπὶ μακρὰ ἔτη οἱ δύο ἐκεῖνοι τάφοι. Εὐγλωττότερον πάσης περιγραφῆς θὰ σᾶς φωτίσῃ καὶ θὰ σᾶς κάμῃ νὰ φρικιάσετε ἐξ ἀηδίας καὶ αἴσχους ἕνας περίπατος μέχρι Κολωνοῦ.
Μία ὑδρία ἀναθηματικὴ ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Λένορμαν ἐκλάπη· ἡ προτομή του ἐχρησίμευσεν ὡς σῆμα σκοποβολῆς καὶ ἐθραύσθη καὶ ἔμεινεν ὁ λαιμὸς μόνον παραμορφωμένος καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ τάφου καλυπτόμενον ὑπὸ αἰσχροτήτων γραμμένων διὰ μολυβδίδος καὶ κοκκίνων βαρβάρων χρωματισμῶν. Ὁ ἄλλος τοῦ Μύλλερ τὰ αὐτὰ καὶ χειρότερα μάλιστα. Καὶ οἱ δύο μετεβλήθησαν εἰς κοπρῶνας, εἰς κοίτην ἀκαθαρσιῶν, εἰς μέρος βρωμερὸν καὶ νοσηρόν, τὸ ὁποῖον οὔτε νὰ πλησιάσῃ κανεὶς δὲν δύναται. Ὀπαὶ ὑπάρχουν ἐντὸς τῶν μνημείων ὅπου ὅλαι αἱ ἀκαθαρσίαι, ὅλα τῆς γειτονιᾶς τὰ περιττώματα ἐναποταμιεύονται.
Οἱ ξένοι, οἱ λατρεύοντες τὴν τιμὴν τῶν μεγάλων φιλελλήνων, εἰς τοὺς ὁποίους φαντάζονται ὅτι ἡ Ἑλλὰς ἀπέδωσε τάφον λαμπρὸν καὶ λατρείαν, ἐπισκέπτονται τοὺς τάφους καὶ φεύγουν ἀγανακτοῦντες καὶ ραινόμενοι μὲ φανικὸν ὀξύ.
Ἂν ὁ δῆμος δὲν ἐννοῇ νὰ συρθῇ ἀπὸ τὴν νωχέλειάν του καὶ νὰ ἐπιφέρῃ κἄποιαν θεραπείαν εἰς αὐτὸ τὸ αἶσχος· ἂν ἡ κυβέρνησις δὲν νομίζῃ αὑτὴν ἱκανὴν νὰ θέση
τέρμα εἰς τὴν βαρβαρότητα αὐτὴν καὶ τὴν ἱεροσυλίαν, τοὐλάχιστον ἂς μετακομίσουν τὰ λείψανα εἰς τὴν πατρίδα των, ἐκεῖ ἀληθῶς ὅπου μόνον «εἶνε γλυκὺς ὁ θάνατος», διότι ἤδη αἱ διαμαρτυρίαι τῶν ξένων, τῶν δύο μάλιστα διευθυντῶν τῶν ἀρχαιολογικῶν σχολῶν, ἐγείρονται ἔντονοι.
Ὁ κ. ἔφορος τῆς ἀρχαιολογίας, ὁ ἀντιπροσωπεύων τὴν ὑψηλοτέραν ἀρχὴν ἀπέναντι τῶν ξένων σχολῶν καὶ συνεννοούμενος ἀπ’ εὐθείας μὲ αὐτάς, ὑπεσχέθη ὅτι θὰ φροντίσῃ, ἀλλ’ ἂς σπεύσῃ. Εἶνε καιρός.
Ὁπωσδήποτε εἴτε ὁ ἔφορος τῶν ἀρχαιοτήτων, εἴτε ἡ κυβέρνησις καὶ ὁ δῆμος πρέπει νὰ λάβουν σύντονα μέτρα, διότι ἡ παράτασις τῆς τοιαύτης ἱεροσυλίας θὰ ἦτο ἀληθῶς ἀσυγχώρητος.
Πρό τινων ἡμερῶν μία γερμανικὴ ἐφημερὶς ἔγραφεν ὅτι ὁ τάφος τοῦ Χάϊνε ἐν Παρισίοις παραμελεῖται καὶ ἐγκαταλείπεται ὑπὸ τῶν Γάλλων καὶ ἀμέσως ὅλαι αἱ ἐφημερίδες τῆς γαλλικῆς πρωτευούσης καὶ ἡ κυβέρνησις ἐξανέστησαν καὶ διεμαρτυρήθησαν ἀποδείξασαι πόσων περιποιήσεων καὶ πόσης λατρείας τυγχάνει τὸ μνημεῖον τοῦ Γερμανοῦ ποιητοῦ.
Ἐδῶ δὲν ἔχομεν κανένα σεβασμόν, καμμίαν πατριωτικὴν φιλοτιμίαν, κανὲν αἴσθημα αἰδοῦς;
Ε.
πηγή: Αριστοτελειο Πανεπιστημιο Θεσσαλονικης - Ψηφιοθηκη Άρθρα Ελληνικών Εφημερίδων (1800-2000)
Ὁ Ταὶν νομίζω εἰς κἄποιαν περιγραφὴν ταξειδίου του ἐκφράζει τὸ δυσάρεστον ἐκεῖνο αἴσθημα λύπης καὶ φόβου, τὸ ὁποῖον μᾶς καταλαμβάνει κατὰ τοὺς περιπάτους εἰς χώραν βάρβαρον, ὅπου κάθε γωνία γῆς, κάθε λίθος ἀναμιμνήσκει μίαν ἀγριότητα παρελθοῦσαν τῶν ὁμοίων μας, μίαν ἀνθρωπίνην ὠμότητα.
Εἰς τὴν Ἑλλάδα δυστυχῶς πολλάκις δύναται νὰ προκληθῇ αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὄχι ἐκ βαρβαρότητος παρελθούσης, ἀλλ’ ἐκ τῆς βαρβαρότητος τῶν συγχρόνων μας.
Ὅσοι μελετᾶτε τὴν κατάστασιν τοῦ πολιτισμοῦ μας, κάμετε σᾶς παρακαλῶ μίαν ἐκδρομὴν θλιβερὰν μέχρι Κολοκυνθοῦς καὶ ἀναβῆτε ἐκεῖ εἰς τὸν λόφον τοῦ Κολωνοῦ. Ἀρκεῖ νὰ ἔχετε μόριον μόνον συναισθήματος φιλοτιμίας, εὐγνωμοσύνης, σεβασμοῦ πρὸς τοὺς νεκροὺς διὰ νὰ φρίξετε.
Εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ἱστορικοῦ λόφου κεῖνται δύο μνημεῖα πολύτιμα διὰ τὴν Ἑλλάδα, δύο μνημεῖα ἐγκλείοντα τὴν κόνιν ἀνδρῶν, πρὸς τοὺς ὁποίους εὐγνωμοσύνην καὶ σεβασμὸν ὀφείλει ἡ πατρίς μας, τὸν Μύλλερ καὶ τὸν Λενορμάν. Ἀμφότεροι ἀρχαιολόγοι καὶ ἱστορικοὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ φιλέλληνες ἀκραιφνεῖς, ἀφιέρωσαν τὴν ζωήν των εἰς τὴν ἐξέτασιν τοῦ προσφιλοῦς ἀντικειμένου τῆς λατρείας των, τῆς Ἑλλάδος τοῦ παρελθόντος.
Καὶ ἀκριβῶς ἐν μέσῳ τῶν ἀγώνων των, ἐν μέσῳ τῶν ἐργασιῶν των πρὸς ἀναγέννησιν τῆς γῆς τῶν προγόνων μας ἀπέθανον· ὁ εἷς, ὁ Μύλλερ, προσβληθεὶς ὑπὸ πνευμονίας ἐνῷ ἐπανήρχετο ἐκ Δελφῶν· ὁ ἕτερος, ἂν δὲν σφάλλω, κατὰ τὰς ἐργασίας του εἰς Ἐλευσῖνα. Ἡ Ἑλλὰς τοῖς παρεχώρησε μίαν γωνίαν γῆς ἔνδοξον, ἐκεῖ ἐπὶ τοῦ Κολωνοῦ καὶ ἀνηγέρθησαν ὑπὸ τοῦ δήμου ὡς ἐλάχιστον δεῖγμα σεβασμοῦ πρὸς τοὺς ἐνδόξους φιλέλληνας δύο στῆλαι ἐπὶ τοῦ τάφου των.
Θὰ ἦτο, βεβαιωθῆτε, πολὺ προτιμότερον ἂν ἀστοργοτέρα καὶ ὀλιγώτερον εὐγνώμων ἡ Ἑλλὰς τοὺς ἄφηνε νὰ κοιμηθοῦν ἤρεμοι εἰς τὴν πατρίδα των, ὅπου ἡ ταφὴ δὲν θὰ ἐγίνετο ἐπὶ τοῦ ἱστορικοῦ Κολωνοῦ, ἀλλὰ τὸ χῶμα τὸ ταπεινὸν θὰ ἔμενεν ἀνύβριστον καὶ ἡ γαλήνη τοῦ τάφου των δὲν θὰ συνεταράσσετο ὑπὸ διαρκῶν βεβηλώσεων.
Εἶνε πολὺ δύσκολον νὰ φαντασθῆτε καὶ εἶνε πολὺ βρωμερὸν νὰ σᾶς περιγράψω ἐγὼ τί ὑποφέρουν ἐπὶ μακρὰ ἔτη οἱ δύο ἐκεῖνοι τάφοι. Εὐγλωττότερον πάσης περιγραφῆς θὰ σᾶς φωτίσῃ καὶ θὰ σᾶς κάμῃ νὰ φρικιάσετε ἐξ ἀηδίας καὶ αἴσχους ἕνας περίπατος μέχρι Κολωνοῦ.
Μία ὑδρία ἀναθηματικὴ ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Λένορμαν ἐκλάπη· ἡ προτομή του ἐχρησίμευσεν ὡς σῆμα σκοποβολῆς καὶ ἐθραύσθη καὶ ἔμεινεν ὁ λαιμὸς μόνον παραμορφωμένος καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ τάφου καλυπτόμενον ὑπὸ αἰσχροτήτων γραμμένων διὰ μολυβδίδος καὶ κοκκίνων βαρβάρων χρωματισμῶν. Ὁ ἄλλος τοῦ Μύλλερ τὰ αὐτὰ καὶ χειρότερα μάλιστα. Καὶ οἱ δύο μετεβλήθησαν εἰς κοπρῶνας, εἰς κοίτην ἀκαθαρσιῶν, εἰς μέρος βρωμερὸν καὶ νοσηρόν, τὸ ὁποῖον οὔτε νὰ πλησιάσῃ κανεὶς δὲν δύναται. Ὀπαὶ ὑπάρχουν ἐντὸς τῶν μνημείων ὅπου ὅλαι αἱ ἀκαθαρσίαι, ὅλα τῆς γειτονιᾶς τὰ περιττώματα ἐναποταμιεύονται.
Οἱ ξένοι, οἱ λατρεύοντες τὴν τιμὴν τῶν μεγάλων φιλελλήνων, εἰς τοὺς ὁποίους φαντάζονται ὅτι ἡ Ἑλλὰς ἀπέδωσε τάφον λαμπρὸν καὶ λατρείαν, ἐπισκέπτονται τοὺς τάφους καὶ φεύγουν ἀγανακτοῦντες καὶ ραινόμενοι μὲ φανικὸν ὀξύ.
Ἂν ὁ δῆμος δὲν ἐννοῇ νὰ συρθῇ ἀπὸ τὴν νωχέλειάν του καὶ νὰ ἐπιφέρῃ κἄποιαν θεραπείαν εἰς αὐτὸ τὸ αἶσχος· ἂν ἡ κυβέρνησις δὲν νομίζῃ αὑτὴν ἱκανὴν νὰ θέση
τέρμα εἰς τὴν βαρβαρότητα αὐτὴν καὶ τὴν ἱεροσυλίαν, τοὐλάχιστον ἂς μετακομίσουν τὰ λείψανα εἰς τὴν πατρίδα των, ἐκεῖ ἀληθῶς ὅπου μόνον «εἶνε γλυκὺς ὁ θάνατος», διότι ἤδη αἱ διαμαρτυρίαι τῶν ξένων, τῶν δύο μάλιστα διευθυντῶν τῶν ἀρχαιολογικῶν σχολῶν, ἐγείρονται ἔντονοι.
Ὁ κ. ἔφορος τῆς ἀρχαιολογίας, ὁ ἀντιπροσωπεύων τὴν ὑψηλοτέραν ἀρχὴν ἀπέναντι τῶν ξένων σχολῶν καὶ συνεννοούμενος ἀπ’ εὐθείας μὲ αὐτάς, ὑπεσχέθη ὅτι θὰ φροντίσῃ, ἀλλ’ ἂς σπεύσῃ. Εἶνε καιρός.
Ὁπωσδήποτε εἴτε ὁ ἔφορος τῶν ἀρχαιοτήτων, εἴτε ἡ κυβέρνησις καὶ ὁ δῆμος πρέπει νὰ λάβουν σύντονα μέτρα, διότι ἡ παράτασις τῆς τοιαύτης ἱεροσυλίας θὰ ἦτο ἀληθῶς ἀσυγχώρητος.
Πρό τινων ἡμερῶν μία γερμανικὴ ἐφημερὶς ἔγραφεν ὅτι ὁ τάφος τοῦ Χάϊνε ἐν Παρισίοις παραμελεῖται καὶ ἐγκαταλείπεται ὑπὸ τῶν Γάλλων καὶ ἀμέσως ὅλαι αἱ ἐφημερίδες τῆς γαλλικῆς πρωτευούσης καὶ ἡ κυβέρνησις ἐξανέστησαν καὶ διεμαρτυρήθησαν ἀποδείξασαι πόσων περιποιήσεων καὶ πόσης λατρείας τυγχάνει τὸ μνημεῖον τοῦ Γερμανοῦ ποιητοῦ.
Ἐδῶ δὲν ἔχομεν κανένα σεβασμόν, καμμίαν πατριωτικὴν φιλοτιμίαν, κανὲν αἴσθημα αἰδοῦς;
Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου