Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Η Αρχαία Ακαδημία



Όλη η διάλεξη της αρχαιολόγου Έφης Λυγγούρη Τόλια στο Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων την Τρίτη 15 Μαϊου 2012
  
Φώτο: Γιώργος Τσιόρβας

Η θέση όπου ιδρύθηκε το κατά τον Κικέρωνα nobilissinumm orbis terrarium gymnasium  της Ακαδημίας, τοποθετείται σύμφωνα με τις γραπτές πηγές στα δυτικά του Διπύλου και κοντά στον λόφο του Ίππιου Κολωνού. Η τοπογραφική εξακρίβωση του ιερού άλσους του Ακαδήμου, και της σχολής του μεγάλου φιλοσόφου Πλάτωνος απετέλεσε κατά το παρελθόν και αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα πιό σημαντικά προβλήματα της τοπογραφίας των αρχαίων Αθηνών.
     Οι παλαιότεροι ερευνητές μεταξύ των οποίων ο πιό σημαντικός υπήρξε ο Leake Αγγλος συνταγματάρχης, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα το 1802 τοποθέτησε την Ακαδημία πρός δυσμάς του Ιππίου Κολωνού, στη θέση Ακαθήμεια ή Καθήμεια αναγνωρίζοντας στο τοπωνύμιο τη λέξη Ακαδήμεια.

     Η ανεύρεση το έτος 1872 κατά τις ανασκαφές της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας του Διπύλου στον Κεραμεικό και σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες του Κικέρωνα και Λιβίου τοποθετήθηκε η είσοδος της Ακαδημίας στη θέση όπου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ενώ ο χώρος της Ακαδημίας στην συνοικία Αστρυφος, στην περιοχή του Αγίου Τρύφωνος.
   Η πρώτη απόπειρα γιά την αποκάλυψη της Ακαδημίας πραγματοποιήθηκε το 1908 από τον Π. Καστριώτη χωρίς όμως αξιόλογο αποτέλεσμα.
            Ετσι,μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η θέση της Ακαδημίας δεν είχε ταυτισθεί. Οι αρχαιολόγοι και οι μελετητές γνώριζαν αορίστως και σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες ότι κοντά στον Ίππιο Κολωνό είχε την Σχολή του ο κορυφαίος φιλόσοφος Πλάτων.
            Από το έτος 1929  ο αρχιτέκτων Παναγιώτης Αριστόφρων, ομογενής εξ Αιγύπτου, και θαυμαστής του Πλάτωνος αποφάσισε να αναζητήσει και εκεί κοντά στα ερείπιά της να ιδρύσει Διεθνές  Κοινό των Ακαδημιών και των Πανεπιστημίων, του οποίου ο σκοπός θα ήταν η μεθοδική συνεργασία προς επιστημονική μελέτη όλων των προβλημάτων, τα οπία απασχολού την ανθρώπινη διάνοια.
Τότε ο Αριστόφρων διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στην Ακαδημία Αθηνών που ήταν κατά τη γνώμη του η διάδοχος της αρχαίας Ακαδημίας,, προκειμένου να πραγματοποιηθούν ανασκαφές και απαλλοτριώσεις, υπό την εποπτεία του αρχαιολόγου Κ. Κουρουνιώτη σε συνεργασία με όλους τους αρχαιολόγους της Ακαδημίας Αθηνών και με την προσωπική συμπαράσταση του ίδιου του ευεργέτη,στην περιοχή που ήταν τότε γνωστή ως Μπύθουλας ή Βύθουλας
            Στις ανασκαφές αυτές έρχονται στην επιφάνεια σχεδόν όλες οι μέχρι σήμερα σωζόμενες αρχαιότητες στον Αρχαιολογικό Χώρο της Ακαδημίας.
Τα πρώτα αποτελέσματα των ανασκαφών του Αριστόφρονος ανακοινώνονται το 1933 πανυγυρικά στην Ακαδημία Αθηνών. Μία σύντομη αναφορά δημοσιεύεται στα ΠΑΑ του 1933μαζί με ανακοίνωση του Κ. Κουρουνιώτη.         Οι έρευνες διακόπτονται το 1940 με τον πόλεμο. Το 1944 πεθαίνει ο εμπνευστής των ανασκαφών της Ακαδημίας, Π.Αριστόφρων αφήνοντας όμως ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο και μία μεγάλη έκταση αγορασμένη για την συνέχιση των ανασκαφών. Ομως τα αποτελέσματα τ ν ανασκαφών του ουδέποτε έχουν λεπτομερώς δημοσιευθεί.
            Από το 1955 μέχρι το 1963 πραγματοποιούνται ανασκαφές στην Ακαδημία υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου Φ.Σταυροπούλου μέλους της αρχαιολογικής Υπηρεσίας και κυρίως σε κτήμα που είχε αγορασθεί από το Ελληνικό Δημόσιο στα βόρεια του αρχαιολογικού χώρου. Ο Φ. Σταυρόπουλος μαζί  με τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλό είχαν  λάβει μέρος στις ανασκαφές του Παναγιώτη Αριστόφρονος του 1930. Δημοσίευσε σύντομες αρχαιολογικές αναφορές στα ΠΑΕ γιά τις έρευνές του. Δυστυχώς όμως και αυτός δεν προχώρησε σε μιά οριστική δημοσίευση.Κατά τη διάρκεια αυτών των ερευνών ο Σταυρόπουλλος ανέσκαψε τάφους και πηγάδια διαφόρων περιόδων, αποκάλυψε τοίχους και κτίσματα που χρονολογούνται από τους προιστορικούς χρόνους μέχρι και την υστερορρρωμαική εποχή.
            Από το 1962 ο χώρος της Ακαδημίας προσαρτάται επίσημα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία όμως εξαντλώντας το δυναμικό της στις σωστικές ανασκαφές λόγω του οικοδομικού οργασμού της δεκαετίας 1963-1973 στην πρωτεύουσα αδυνατεί να συνεχίσει τις συστηματική έρευνα. Εκτοτε στον χώρο της Ακαδημίας διενεργούνται περιορισμένες εκτάσεως έρευνες επαληθεύσεως των στοιχείων κυρίως ως προς την στρωματογραφία του χώρου.
Ομως  παράλληλα συνεχίστηκαν από τη ΄Γ Εφορεία οι προσπάθειες γιά την προβολή και ανάδειξη του Αρχαιολογικού χώρου με την ολοκλήρωση των απαλλοτριώσεων. Η προσπάθεια αυτή αντιμετώπισε πολλά προβλήματα κοινωνικά και πολιτικά γιά τις εκάστοτε κυβερνήσεις, λόγω διαμαρτυριών των κατοίκων γιά τις προγραμματισμένες και βαθμιαία πραγματοποιούμενες απαλλοτριώσεις. Ετσι τα όρια του Αρχαιολογικού Χώρου από το έτος 1937 βαίνουν διαρκώς μειούμενα, με εξαίρεση την παροδική διεύρυνσή τους το 1971 λόγω της ανευρέσεως του Ορου της Ακαδημίας στην γωνία των οδών Αίμωνος και Τριπόλεως. Οι μειώσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα το έτος 1974 ώστε οι διεκδικήσεις του Ελληνικού Δημοσίου να περιοριστούν γύρω από τους υφιστάμενους ανασκαφικούς τομείς και σε μία στενή λωρίδα γής γιά να τους συνδέει ώστε  να καταστεί με την απαλλοτρίωσή της ένας ενιαίος αρχαιολογικός χώρος. Αυτήν τη λωρίδα γής αποχαρακτήρισε με προσωπική πρωτοβουλία και παρά την αντίθετη γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου το 1978 ο τότε Υπουργός κ. Γ. Πλυτάς.
Την ενέργεια αυτή ήρθε να διορθώσει τον επόμενο χρόνο  το 1979 ΠΔ του Υπουργείου Δημοσίων Εργων, με το οποίο εγκρίθηκε η τροποποίηση και επέκταση του ρυμοτομικού σχεδίου των Αθηνών εις την περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος διά του χαρακτηρισμού ως χώρου διά την δημιουργία του Αρχαιολογικού Αλσους της Ακαδημίας Πλάτωνος. Μέσα στον χώρο αυτό συμπεριλαμβάνεται και ο κηρυγμένος Αρχαιολογικός Χώρος με τα όρια του 1974 και , ο οποίος πλέον ενοποιείται.
            Από το 1991 άρχισε να εκτελείται ένα πολύ σημαντικό πρόγραμμα για τον κηρυγμένο Αρχαιολογικό Χώρο της Ακαδημίας με την συνεργασία της Γ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων και του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, το οποίο και ολοκληρώθηκε το 1993. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν εκκενώσεις και κατεδαφίσεις 150 απαλλοτριωμένων ακινήτων, τα οποία εν τω μεταξύ είχαν καταληφθεί από αυθαίρετους χρήστες. Μία διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα και επίπονη. Ο ελεύθερος χώρος που προέκυψε περίπου 130 στρεμμάτων, ύστερα από κηποτεχνική μελέτη που εκπονήθηκε με τη συνεργασία της Εφορείας με τον Δήμο Αθηναίων, αποδόθηκε στην διαμόρφωση και δημιουργία ενός εκτεταμένου Άλσους, όπως ήταν ο χώρος της Ακαδημίας στην αρχαιότητα.
            Μεγάλα τμήματα του Αλσους περιφράσσονται  και οι σωζόμενες αρχαιότητες  πλέον δεν γειτνιάζουν άμεσα με ιδιοκτησίες. Ομως απαλλοτριώσεις που συντελέστηκαν το 1989 επεκτάθηκαν και σε ιδιοκτησίες εκτός των ορίων του κηρυγμένου χώρου με αποτέλεσμα το 2000 να γίνει νέα κήρυξη γιά να συμπεριλάβει όλα τα τμήματα αυτά με αποτέλεσμα τα δυτικά κυρίως όρια πλέον  να παρουσιάζουν μία τεθλασμένη γραμμή.
      Το έτος 2002 στο βόρειο τμήμα  χωροθετήθηκε διά Νόμου το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλεως των Αθηνών ένα όραμα των αρχαιολόγων της Γ Εφορείας αλλά και των πολιτών προκειμένου να στεγασθούν οι σημαντικές αρχαιότητες που έχουν έλθει στο φως από τις πολυάριθμες ανασκαφές μέσα στην πόλη των Αθηνών. Σημειώνεται ότι η ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου των Αθηνών στον Αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος είχε αποφασισθεί με ΥΑ το έτος 1989.
Η ΄Γ ΕΠΚΑ γιά τον σκοπό αυτό διενήργησε διερευνητικές τομές προκειμένου να ερευνηθεί από αρχαιολογικής πλευράς  η περιοχή που είχε επιλεγεί γιά την ανέργεση του Μουσείου. Διαπιστώθηκε ότι στο βόρειο τμήμα του Αρχαιολογικού Χώρου, όπου είχαν διενεργηθεί σε μεγάλο τμήμα οι ανασκαφές του Σταυρόπουλου, ο χώρος είχε υποστεί πολλές χωματοληψίες λόγω της αργιλώδους συστάσεως του εδάφους, η οποία οφείλεται στις  μεγάλες προσχώσεις του Κηφισού ποταμού. Μάλιστα οι ιδιοκτησίες σε αυτήν την περιοχή αναφέρονται ως χωματερή Μουτζέγια, χωματεριή Κοκκινογένη  χωματερή Μαυρίκη κλπ. Μετά την οριστική διακοπή των χωματοληψιών ο χώρος τους μπαζώθηκε γεγονός που επιβεβαιώθηκε και στις διερευνητικές τομές που οι ακάθαρτες επιχώσεις έφθαναν μέχρι τα 7 έως 10 μ. πολύ βαθύτερα δηλαδή από το επίπεδο των αρχαίων που έχουν μέχρι σήμερα αποκαλυφθεί.  Σε άλλες τομές στα Δ του χώρου διαπιστώθηκαν απαραβίαστα  στρώματα των αρχαικών και υστερογεωμετρικών χρόνων με κύριο χαρακτηριστικό την άργιλο, την άμμο και τα αμμοχάλικά που σαφώς δηλώνουν ότι έχουν σχέση με τις προσχώσεις του Κηφισού ποταμού του οποίου η κοίτη μέσα στους αιώνες άλλαζε πορεία. Σε βαθύτερα στρώματα εντοπίστηκε κεραμεική πρωτοελλαδκής εποχής. Στις διερευνητικές τομές δεν βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Το έτος 2002 επίσης συγροτείται επιτροπή γιά τον καθορισμό ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης στην περιοχή γύρω από τον Αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος. Δυστυχώς όμως λόγω διαμαρτυριών των κατοίκων της περιοχής δεν ελήφθησαν υπόψη όλες οι  προτάσεις, ιδιαίτερα αυτές που είχαν σχέση με τον περιορισμό του ύψους των κτηρίων. Ετσι το ύψος περιορίστηκε μόνον σε οικοδομές που είχαν πρόσωπο στον αρχαιολογικό χώρο.
        Η Γ ΕΠΚΑ για την αντιμετώπιση πολεοδομικών και κυκλοφοριακών προβλημάτων που προέκυψαν μετά τις  κατεδάφισεις  και την ενοποίηση των αρχαιολογικών  χώρων ζήτησε την συνδρομή του Δήμου Αθηναίων και της ΕΑΧΑ ΑΕ. προκειμένου να γίνουν σχετικές μελέτες.
 Σήμερα οι περισσότερες απαλλοτριώσεις έχουν συντελεστεί και αναμένεται η ολοκλήρωσή των ελαχίστων που έχουν ακόμη απομείνει Το 2011 γιά τον εξορθολογισμό των δυτικών ορίων επεκτάθηκε ο αρχαιολογικός χώρος με νέα κήρυξη και αποφασίστηκαν και άλλες  απαλλοτριώσεις ιδιοκτησιών γιά τον σκοπό αυτό.
Επιπλέον οι απαραίτητες διαδικασίες γιά το Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών έχουν προχωρήσει και αναμένεται η προκήρυξη του σχετικού Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού γιά την ανέγερσή του.

            Το όνομα της Ακαδημίας οφείλεται στον πρώτο οικιστή της περιοχής ήρωα Ακάδημο ή Εκάδημο. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι εν Ακαδημεία  το δ’ εστί γυμνάσιον  προάστειον αλσώδες από τινος  ήρωος ονομασθέν Εκαδήμου και μνημονεύει ένα στίχο του Ευπόλιδος, εν συσκίοις δρόμοισιν Εκαδήμου Θεού ως απόδειξη του ισχυρισμού πως η Ακαδημία οφείλει το όνομά της στον Εκάδημο.
Ο Ακάδημος κατά την παράδοση ανήκει στη γενιά που προηγείται των ηρώων του Τρωικού πολέμου, είχε δε αποκαλύψει στους εκστρατεύσαντες κατά της Αττικής γιούς του Τυνδάρεω, Κάστορα και Πολυδεύκη, τον χώρο όπου είχε κρύψει ο Θησέας την Ελένη. Με τη βοήθεια των Διοσκούρων επικράτησε τότε στην Αθήνα ο αντίπαλος του Θησέως Μενεσθεύς.Οι Λακεδαιμόνιοι όπως μας παραδίδει ο Πλούταρχος επειδή γνώριζαν την σχετική παράδοση, εσέβοντο πάντα κατά τις μεταγενέστερες επιδρομές τους στην Αττική, το ιερό άλσος του Ακαδήμου.
Το ίδιο όμως όνομα σημαίνει και Δήμο εκάς του αστέως, δηλαδή δήμο μακριά από την πόλη. Πάντως είναι πολύ πιθανόν το τοπωνύμιο να είναι προιμότερο του ήρωος, ο οποίος φαίνεται ότι εφευρέθηκε γιά να το ερμηνεύσει, όπως έχει παρατηρηθεί ότι συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις.
            Η Ακαδημία στην αρχαιότητα ήταν μια ιδιαίτερα εκτεταμένη περιοχή με άλση,  σκιερά δένδρα και περιπάτους, δίπλα στον Κηφισό ποταμό.
            Το ιερό άλσος της  Ακαδημίας ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά. Μέσα στο τέμενος της Αθήνας υπήρχαν οι «δώδεκα μορίαι ελαίαι» ιερές ελιές, από τις οποίες προέρχονταν το ιερό λάδι που προσφερόταν ως βραβείο στους νικητές των Παναθηναϊκών αγώνων.
            Δίπλα στο ιερό της Αθηνάς υπήρχε το τέμενος του Μορίου Δία. Επίσης υπήρχαν στο Γυμνάσιο βωμοί αφιερωμένοι στον Ερμή και τον Ηρακλή. Κοινός επιβλητικός βωμός υπήρχε στην Ακαδημία αφιερωμένος στον Προμηθέα και τον Ήφαιστο. Από την φλόγα του βωμού αυτού άναβαν τις λαμπάδες οι αθλητές που έτρεχαν στις λαμπαδηδρομίες, αγώνες που πραγματοποιούνταν προς τιμή των νεκρών στον Δρόμο προς Ακαδημία.
          Μέσα σε αυτόν τον χώρο ιδρύθηκε τον 6ο αι πΧ  το Γυμνάσιο της Ακαδημίας. Ο Πλούταρχος μας παραδίδει ότι ο Πεισίστρατος έστησε στην είσοδο του Γυμνασίου της Ακαδημίας άγαλμα στο βωμό του θεού Έρωτα προς τιμήν του εραστή του Χάρμου. Ο Αθήναιος παραδίδει μιά παραλλαγή αυτής της πληροφορίας και αναφέρεται στο επίγραμμα που υπήρχε στον βωμό.
     Ο Χάρμος έστησε βωμό στον πολυμήχανο θεό Ερωτα επί σκιεροίς τέρμασι γυμνασίου. Αυτή είναι η πρώτη φορά που έχουμε σαφή αναφορά για γυμνάσιο στην Ακαδημία κατά την αρχαική εποχή. Ο Παυσανίας αναφέρει μία είσοδο προ δε της εισόδου της ες Ακαδημία καιτοι η επίσκεψή του έγινε πολλούς αιώνες μετά τον Πλάτωνα εντούτοις συνδέει  την είσοδο αυτή  με ένα αφιέρωμα στον Ερωτα που στήθηκε από τον Χάρμο.

            Από τα τέλη του 6ου αι.π.Χ. σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, η Ακαδημία απέκτησε έναν περίβολο, του οποίου η εξαιρετικά πολυδάπανη κατασκευή αποδίδεται στον Ίππαρχο, γιό του Πεισίστρατου. Ο περίβολος αυτός έμεινε γνωστός με το όνομα «Ιππάρχου τειχίον».
            Τον 5ο αι.π.Χ. ο Κίμων δενδροφύτευσε και υδροδότησε τον χώρο του Γυμνασίου και τον μετέβαλε σε χλοερό άλσος. Φαίνεται ότι ο Κίμων στο πλαίσιο προγράμματος αναμόρφωσης της πόλης  μεταξύ άλλων έργων «την Ακαδημίαν εξ ανύδρου και αιχμηράς κατάρριπον αποδείξας άλσος, ησκημένον υπ¨αυτού δρόμος καθαροίς και συστίοις περιπάτους¨.
   Ο Delorme πιστεύει ότι ο Κίμων επισκεύασε τις εγκαταστάσεις του Γυμνασίου που καταστράφηκαν από τους Πέρσες, ενώ ο Kyle θεωρεί ότι μετέτρεψε την Ακαδημία από θρησκευτικό κέντρο με περιορισμένες αθλητικές δραστηριότητες και προσιτές μόνον στην αριστοκρατική τάξη σε γυμνάσιο ανοικτό σε όλους τους πολίτες.
            Αυτή η ειδυλλιακή τοποθεσία περιγράφεται θαυμάσια σε απόσπασμα από τις Νεφέλες του Αριστοφάνη που αναφέρεται σε νέους που περνούν τις ελεύθερες ώρες τους στην Ακαδημία την άνοιξη μέσα στα άνθη και κάτω από λεύκες, πλατάνια και νερά.
            Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ο Χώρος της Ακαδημίας χρησίμευσε ως στρατόπεδο για τους Σπαρτιάτες  το 405 και το 403 π.χ. αι.
            Το 387 π.Χ. ο Πλάτων επιστρέφοντας στην Αθήνα από το α’ ταξίδι του στις Συρακούσες, ίδρυσε στην περιοχή του Γυμνασίου την περίφημη σχολή του. Αργότερα στον χώρο αυτό και προς τον Ίππιο Κολωνό έκτισε την οικία του. Μέσα σε ιδιόκτητο κήπο ίδρυσε το Μουσείο και στοά γιά τη διδασκαλία του. Εκεί το 347 πΧ τάφηκε ο Πλάτων ύστερα από 40 χρόνια διδασκαλίας. Ο διάδοχος του Πλάτωνος στην Ακαδημία ανιψιός του Σπεύσιππο; αφιέρωσε αγάλματα των Χαρίτων στο Μουσείο. Ο Πέρσης Μιθριδάτης έστησε ανδριάντα του Πλάτωνος, έργο του γνωστού γλύπτη Σιλαλίωνος σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο.
            Η Πλατωνική Ακαδημία υπήρξε μία ένωση διανοούμενων της εποχής. Η φιλοσοφική αυτή ένωση που είχε οργανωθεί στα πρότυπα των Πυθαγορείων, βρισκόταν υπό την προστασία των Μουσών
             Η Ακαδημία μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ. υπήρξε το κέντρο της Φιλοσοφικής Σχολής των Πλατωνικών υπό την διεύθυνση επιφανών διαδόχων του Πλάτωνος, όπως ήταν ο Σπεύσιππος και Ξενοκράτης, καθώς και ο Νεοπλατωνιστής Πρόκλος.
           Το κύριο έργ ο της Ακαδημίας ήταν φιλοσοφικό και επιστημονικό. Είναι το πρώτο ίδρυμα επιστήμης και φιλοσοφίας και γιά αυτό αποτελεί μέχρι σήμερα το πρότυπο γιά όλα τα επιστημονικά κέντρα
          Το 86 πΧ ο Σύλλας κόβει τα δένδρα του άλσους της Ακαδημίας καθώς και του Λυκείου, προκειμένου να κατασκευάσει πολιορκητικές μηχανές στην πολιορκία του Πειραιά. Αναβίωση της Ακαδημίας συντελείται από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη 361-363 μ.Χ., ο οποίος ως γνωστόν θέλησε να αναβιώσει την αρχαία θρησκεία και τις φιλοσοφικές σχολές.
            Τον 6ο αι. μ.Χ. με διάταγμα του Ιουστινιανού η Φιλοσοφική Σχολή της Ακαδημίας κλείνει, όπως όλες οι φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών.
            Για την σύνδεση της Ακαδημίας με την πόλη των Αθηνών χρησίμευε μία οδος που στα κράσπεδά της από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. δημιουργήθηκε το δημόσιο νεκροταφείο της πόλης το Δημόσιο Σήμα, όπου ως γνωστόν ο Περικλής εξεφώνησε τον Επιτάφιο γιά τους πρώτους νεκρούς του Πελοπονησιακού πολέμου. Εδώ οι Αθηναίοι έθαπτον τους επιφανείς άνδρες και τους νεκρούς του πολέμου. Η οδός αυτή  άρχιζε από τη Θριάσια Πύλη ή Δίπυλο στον Κεραμεικό, που ήταν και η επίσημη Πύλη των Αθηνών. Κατά την κλασική περίοδο η οδός αυτή είχε πλάτος 39-40 μέτρα τουλάχιστον στο αρχικό της τμήμα και κατά τον άξονά της με την σημερινή οδό Πλαταιών στον Έξω Κεραμεικό μέχρι την σημερινή οδό Κωνσταντινουπόλεως. Από τις ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί τμήμα της αρχαίας οδού με ένα τέτοιο πλάτος προς την Ακαδημία και με πορεία κατά τον άξονα της σημερινής οδού Πλάτωνος.
            Ετσι ο αρχαίος δρόμος ευρύς στην αρχή, στην συνέχεια του φαίνεται ότι είχε την μορφή μιας απλής αμαξιτής οδού, πλάτους περίπου 5 μέτρων, όπως αποδεικνύεται από το τμήμα της οδού που αποκαλύφθηκε το 1929 κατά τις ανασκαφές του Αριστόφρονος και έχει διατηρηθεί στα δυτικά της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου της Ακαδημίας Πλάτωνος. Ομως
και από τις μεταγενέστερες πολυάριθμες σωστικές ανασκαφές απόλυτα αποδεδειγμένη εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα στο τμήμα αυτό προς Ακαδημία η παράλληλα προς το Δημόσιο Σήμα βοηθητική οδός όπως ονομάστηκε, διότι θεωρήθηκε ότι εξυπηρετούσε τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων. Αυτή κατέληγε στα νότια κράσπεδα της Ακαδημίας σε οικόπεδο επί των οδών Βασιλικών και Τιμαίου Λοκρού, πολύ κοντά στο πρόπυλο του Γυμνασίου.
  Γενικές ενδείξεις γιά το εύρος και το μήκος αυτής της οδού, προκύπτουν  από την ανεύρεση των όρων Κεραμεικού οι οποίοι πλαισίωναν το αρχικό τμήμα αυτής της οδού, και από αναφορές του Τίτου Λίβιου και του Κικέρωνα.Ο μεν πρώτος αναφέρει ότι η οδός από το Δίπυλο μέχρι το Γυμνάσιο ήταν χίλια σχεδόν ρωμαικά βήματα δηλαδή 1480 μ. ο δέ Κικέρων μας πληροφορεί ότι η από Διπύλου οδός που οδηγούσε στην Ακαδημία είχε μήκος 6 Ελληνορωμαικών σταδίων δηλαδή 1100 περίπου μέτρα    

Ένα εύρημα ιδιαίτερα σημαντικό για την τοπογραφία της αρχαίας Ακαδημίας αλλά και για την τοπογραφία της Αρχαίας Αθήνας είναι η αποκάλυψη σε οικόπεδο στην συμβολή των οδών Βασιλικών και Κρατύλου, κοντά στα νότια κράσπεδα του Άλσους της Ακαδημίας, ενός ταφικού περιβόλου και τριών επιτυμβίων μνημείων, στα οποία σώζονται χαραγμένα τα ονόματα μελών της οικογενείας του ρήτορος Λυκούργου.
            Η ανεύρεση των ενεπιγράφων επιτυμβίων μνημείων της οικογενείας του Λυκούργου ενός από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς άνδρες της αρχαίας Αθήνας σε αυτό σημείο επιβεβαιώνει τον Παυσανία, ο οποίος απαριθμώντας τα ταφικά μνημεία του Δημοσίου Σήματος το αναφέρει  ως το τελευταίο μνημείο ακριβώς πριν από την είσοδο της Ακαδημίας.
            Από τον περίφημο τειχίον του Ιππάρχου που περιέβαλλε την Ακαδημία στην υστεροαρχαϊκή εποχή δεν έχει αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα κάποιο τμήμα. Επιμήκη τμήματα τοίχων που αποκαλύφθηκαν και ταυτίστηκαν από τους ανασκαφείς με τον περίβολο της αρχαίας Ακαδημίας πρέπει να ανήκουν σε μεταγενέστερη από τα Αρχαϊκά χρόνια εποχή.
            Ιδιαίτερα η ταύτιση τμήματος περιβόλου από τον ανασκαφέα του Φ.Σταυρόπουλο στα ΒΔ της Ακαδημίας, με το τειχίον του Ιππάρχου δεν ήτο επιτυχής. Το Τμήμα αυτό του τοίχου που είναι  ενισχυμένο με αντηρίδες σε ίσα διαστήματα και σε όλο το αποκαλυφθέν μήκος πρέπει να χρονολογηθεί επίσης σε πολύ μεταγενέστερη από τα ύστερα αρχαϊκά χρόνια εποχή.
            Μία χρονολόγηση μετά την υστερορρωμαική εποχή προκύπτει κυρίως από την κατασκευή του από ακατέργαστες πέτρες ανίσου μεγέθους, η οποία δεν παραπέμπει σε ένα πολυδάπανο έργο οπως ήταν το τειχίον του Ιππάρχου σύμφωνα με την Σούδα όπου αναφέρεται ως παράδειγμα ενός πολυδάπανου και υπερβολικού δημόσιου έργου. Εξάλλου είναι πολύ πιθανόν αυτό να μην κατασκευάστηκε ποτέ δεδομένου ότι,  όπως υπέδειξε ο LYNCH,  η παράδοση που συσχετίζει τον Ιππαρχο με την κατασευή του είναι πολύ μεταγενέστερη.

Μια ιδιαίτερη σημαντική ανακάλυψη για τον καθορισμό των ορίων του Άλσους της Ακαδημίας είναι ανεύρεση in situ, στην συμβολή των οδών Αίμωνος και Τριπόλεως ενός όρου (οροσήμου) που φέρει των επιγραφή  ΗΟΡΟΣ ΤΗΣ ΗΕΚΑΔΗΜΕΙΑΣ. Ο όρος αυτός χρονολογείται το 500 π.Χ.
            Η ανεύρεσή του είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι επιβεβαιώνει την θέση της  της Ακαδημίας  από τον 6ο αι. π.Χ.
            Το αρχαιότερο κτίσμα που βρέθηκε μέσα στον χώρο της Ακαδημίας είναι το αψιδωτό οικοδόμημα που βρέθηκε στο Β’ τμήμα Αρχ/κού χώρου και το οποίο χρονολογείται στην Πρωτοελλαδική περίοδο (2,300 π.Χ.). Εχει προσανατολισμό από Α-Δ και αποτελείται από πρόδομο, θάλαμο και έναν βοηθητικό χώρο κοντά στην είσοδο. Η θεμελίωσή τους είναι κτισμένη με ποτάμιους λίθους και συνδετική ύλη λάσπη. Για την ανωδομή πρέπει να είχαν χρησιμοποιηθεί ωμές πλίνθοι.
            Η πρωτοελλαδική οικία είχε κτισθεί στο ΒΔ άκρο ενός φυσικού λόφου, ο οποίος κατά την υστερογεωμετρική εποχή είχε χρησιμοποιηθεί για ταφές.

Νότια από το πρωτοελλαδικό κτίσμα αποκαλύφθηκε ένα ιδιόμορφο οικοδόμημα που έχει κατεύθυνση από Β-Ν. Αποτελείται από επτά  χωρους που είναι διατεταγμένοι εκατέρωθεν ενός διαδρόμου.Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι κυρίως με ωμές πλίνθους. Χρονολογείται στην υστερογεωμετρική εποχή. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, Φ.Σταυρόπουλο το κτίσμα αυτό, επειδή παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με την Ιερά Οικία της Ελευσίνας, πρέπει να προοριζόταν για την λατρεία του ήρωος – οικιστού της Ακαδημίας, Ακάδημου. Η λατρευτική λειτουργία αυτού του κτηρίου σύμφωνα με τον Σταυρόπουλλο προκύπτει από την ανεύρεση μέσα στον χώρο του πυρών με καμένα οστά ζώων και ότι παραπέμπουν σε νεκρόδειπνα. Η άμεση γειτνίαση της Πρωτοελλαδικής οικίας με την γεωμετρική Ιερά Οικία οδήγησε τον ανασκαφέα στην άποψη ότι και οι δύο χρησίμευσαν για την λατρεία του ήρωος Ακάδημου, που η ανάμνησή της διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες.
Η ταύτιση αυτού του οικοδομήματος με Ιερά Οικία έχει εντόνως αμφισβητηθεί. Πρόσφατα το 2007 σε ανακοίνωσή τους σε διεθνή ημερίδα στο Marburg τα πρακτικά της οποίας έχουν δημοσιευθεί ,οι κΜαζαράκης-Αινιάν μαζί με την  κ. Αντωνίας Λιβιεράτου με τίτλο Η Ακαδημία του Πλάτωνος στην πρώιμη εποχή του σιδήρου πραγματοποιούν μία πρώτη προσέγγιση των  δεδομένων της ανασκαφής της Ιεράς Οικίας.  Επιφυλάσσονται να διατυπώσουν τα οριστικά συμπεράσματά τους μέχρι την ολοκλήρωση της  μελέτης του ανασκαφικού υλικού. Εντούτοις η ανεύρεση  ενός μεγάλου αριθμού ΥΓ ταφικών αγγείων σχεδόν αποκλειστικά με καύσεις μικρών παιδιών στο άμεσο περιβάλλον της Ιεράς Οικίας απομακρύνει την θεωρία περί λατρείας ενός συγκεκριμένου ήρωα δηλ. του ήρωος Ακαδήμου.  Πιθανολογούν δε ότι ο μεγάλος αριθμός  των παιδικών ταφών οφείλεται σε κάποια επιδημία και η θέση εντφιασμού τους είχε καθαρκτικό χαρακτήρα κοντά σε ένα ιερό χώρο που η παλαιά λατρεία αντικαταστάθηκε βαθμιαία από μία αφηρημένη προγονική λατρεία. Πάντως τα μέχρι σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα, όπως ο μεγάλος αριθμός σκύφων και κανθάρων  δεν επαρκούν σε αυτή την ερμηνεία και ταύτιση.
            Από το 1958 στεγάζονται με μεταλλικό στέγαστρο και οι δύο οικίες για την αποτελεσματική προστασία τους. Όμως το 1961 μεγάλη πλημμύρα καταστρέφει εν μέρει την Ιερά Οικία και την καλύπτει με παχύ στρώμα λάσπη. Το 1962 γίνεται προσπάθεια καθαρισμού της Ιεράς Οικίας. Εκτοτε δεν διενεργήθηκε κάποια έρευνα ή απόπειρα επαναποκάλυψης της εφόσον  η διαμόρφωση του εδάφους της περιοχής ήταν αιτία να πλημμυρίσει ο χώρος της  επανειλημμένα. Στην μεφάλη θεομηνία του 2001 ο χώρος της Ιεράς οικίας  είχε καλυφθεί με νερό ύψους 5 μ.
            Δύο από τα συγκροτήματα που φαίνεται ότι ανήκουν στις εγκαταστάσεις του περίφημου Γυμνασίου της Ακαδημίας είναι το Γυμνάσιο ή Παλαίστρα και το τετράγωνο περίστυλο κτήριο.
            Το Γυμνάσιο ή Παλαίστρα είναι ένα μεγάλο συγκρότημα, το οποίο δεν έχει αποκαλυφθεί στο σύνολό του. Σημειώνεται ότι οι όροι Γυμνάσιο και Παλαίστρα δεν είναι συνώνυμοι . Φαίνεται ότι με τον όρο Γυμνάσιο χαρακτηριζόταν η ευρύτερη περιοχή και το βασικότερο  κτήριό της ήταν η Παλαίστρα. Βρέθηκε βόρεια της εκκλησίας του Αγίου Τρύφωνος. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας Παλαίστρας. Εχει προσανατολισμό από ΒΑ-ΝΔ και αποτελείται από μία ορθογωνίου σχήματος αυλή, η οποία περιβάλλεται από στοές. Οι αίθουσες της βόρειας πλευράς είναι αυτές που έχουν αποκαλυφθεί πληρέστερα. Η κεντρική αίθουσα πρέπει να είναι το εφηβείο σύμφωνα με  τον Βιτρούβιο.
            Στο βόρειο τμήμα της αυλής υπάρχει επιμήκης δεξαμενή για ψυχρά λουτρά. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς το Γυμνάσιο ή η Παλαίστρα της Ακαδημίας χρονολογείται στον 1ο αι.π.Χ. – 1ο αι.μ.Χ. Στην κατασκευή του όμως έχουν χρησιμοποιηθεί αρχιτεκτονικά μέλη σε β’ χρήση που φέρουν επεξεργασία που τα χρονολογεί στους αρχαϊκούς χρόνους.
            Αυτό υποδηλώνει ότι προϋπήρχε στην ίδια περίπου περιοχή ένα κτίσμα κατά την αρχαϊκή εποχή
           Υστερα από την αποκάλυψη της Παλαίστρας του Γυμνασίου του Λυκείου σε οικόπεδο της οδού Ρηγίλλης και συσχετίζοντάς την με άλλες Παλαίστρες διαπιστώθηκε ότι το πλησιέστερο παράλληλο προς την διάταξη των χώρων της βόρειας πλευράς είναι αυτή του άλλου μεγάλου Αθηναικού Γυμνασίου, δηλαδή αυτή της Ακαδημίας. Ενα πολύ ενδιαφέρον κοινό χαρακτηριστικό είναι η προυσία των δύο στενών διαδρόμων εκατέρωθεν της μεγάλης αίθουσας στο κέντρο της βόρειας πλευράς.
     
       Η κάτοψη  της Παλαίστρας του Γυμνασίου του Λυκείου παρουσιάζει μία ιδιομορφία ως προς το βόρειο τμήμα της. Αυτό είναι μικρότερο σε πλάτος από το υπόλοιπο κτήριο που εκτείνεται προς  Ν.
Είχε διαπιστωθεί εξ αρχής ότι τα δάπεδα που είχαν διατηρηθεί στους χώρους του βορείου τμήματος ήταν αρχαικής εποχής. Συνεπώς ενδέχεται ‘οτι και τα τμήματα των τοίχων που τα ορίζουν να χρονολογούνται στην αρχαική εποχή. Αν ππράγματι το βόρειο τμήμα της Παλαίστρας του Λυκείου χρονολογείται στην αρχαική εποχή, ενα ενδεχόμενο γεγονός και γιά την περίπτωση της Ακαδημίας, τότε αυτό το τμήμα πρέπει να αποτελεί την αρχική εγκατάσταση και των δύο Γυμνασίων..
            Δυτικά της Παλαίστρας διατηρούνται αυτόνομες λουτρικές εγκαταστάσεις των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Αντίθετα στην Παλαιστρα του Λυκείου και την ίδια εποχή λουτρικές εγκαταστάσεις  με υπόκαυστα διεισδύουν μέσα στο ίδιο το κτήριο. Την ίδια εποχή και τα δύο κτήρια αποκτούν δεξαμενές στο ίδιο ακριβώς τμήμα  τους.
            Ανατολικά της Παλαίστρας έχει αποκαλυφθεί μια συστάδα από κιβωτιόσχημους τάφους μαζί με ενεπίγραφους μαρμάρινους κιονίσκους που χρονολογούνται στην ύστερη ελληνιστική εποχή. Η παρουσία τους εκεί ερμηνεύθηκε ότι ήταν  τάφοι αξιωματούχων του Γυμνασίου και για αυτό είχαν αυτή την τιμητική θέση ενταφιασμού.
    Πάντως η θέση τους και κυρίως ο προσανατολισμός τους δείχνουν ότι αυτοί είναι απόλυτα εναρμονισμένοι με το κτήριο του Γυμνασίου, γεγονός που δηλώνει ότι αυτό προυπήρχε των τάφων.
            Βορειοανατολικά του Γυμνασίου βρέθηκε ένα μεγάλο τετράγωνο περίστυλο κτήριο το οποίο καταλαμβάνει το οικοδομικό τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Μοναστηρίου – Ευκλείδου – Πλάτωνος – Τριπόλεως. Οι διαστάσεις του κτηρίου είναι 40Χ40 μ. Είναι κατασκευασμένο με κροκαλοπαγείς κοκκινωπούς ογκολίθους δρομικά τοποθετημένους. Σε τακτά διαστήματα οι μονοί δρομικοί ογκόλιθοι γίνονται διπλοί με ισχυρή θεμελίωση γεγονός που υποδηλώνει ότι επάνω τους στηρίζονται κίονες. Δεν βρέθηκαν όμως τοίχοι στοών πίσω από τους περίστυλους τοίχους, γεγονός που διπιστώθηκε σε περιορισμένη ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε από την ομιλούσα.Το κτίσμα αυτό έχει ταυτισθεί από μερίδα μελετητών με την Παλαίστρα της Ακαδημίας των Κλασικών χρόνων, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι είναι ο Περίπατος δηλαδή τμήμα της σχολής του Πλάτωνα. Το κτήριο χρονολογήθηκε από τους ανασκαφείς στο γ’ μισό του 4ου αι. π.Χ., όμως ύστερα από επανεξέταση των ανασκαφικών δεδομένων φαίνεται να είναι νεότερο. Από επιγραφή του 3ου αι, πΧ που βρέθηκε στα θεμέλια του, η οποία αναφέρεται σε προσφορά του Θηβαίου, γιού του Λυσιάδη από την Αλωπεκή,  δημοσιευμένη από τον Α. Παπαγιαννόπουλο – Παλαιό το τετράγωνο περιστύλιο θα πρέπει να χρονολογηθεί  στην ελληνιστική εποχή. Μία τέτοια χρονολόγηση  έχει επιβεβαιωθεί από περιορισμένη έρευνα που διενεργήθηκε στα θεμέλια του κτηρίου, το οποίο πρέπει να χρονολογηθεί στην υστεροελληνιστική εποχή..
            Σε ένα ψηφιδωτό από την Πομπιεία,που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Νάπολης, απεικονίζεται ο Πλάτων να συζητά με άλλους φιλοσόφους σε υπαίθριο χώρο, κάτω από τα μεγάλα δένδρα της Ακαδημίας. Μερικοί από τους διανοουμένους κρατούν παπύρους και κάθονται σε έναν ημικυκλικό πάγκο, μία εξέδρα. Στο κάτω μέρος της παράστασης διακρίνεται ένα κιβώτιο, το οποίο χρησίμευε γιά την τοποθέτηση φύλαξη των παπύρων. Στα αριστερά υπάρχει η δήλωση ενός περιστυλίου με αναθήματα (λέβητες) και ένα ηλιακό ρολόι. Το οικοδόμημα αυτό ταυτίστηκε με το τετράγωνο περιστύλιο. Μάλιστα στα δεξιά απεικονίζονται στο βάθος τα τείχη της Αθήνας με τον Παρθενώνα, γεγονός που σαφώς δηλώνει την απόσταση της Ακαδημίας από την πόλη των Αθηνών.
Βόρεια του τετραγώνου περιστυλίου βρέθηκαν τεμάχια μετοπών και ακροκεράμων που χρονολογούνται στο β’ μισό του 6ου αι. π.Χ. Είναι μια επιπλέον σαφής ένδειξη για την παρουσία κτίσματος στην περιοχή ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια.
            Πρόσφατα ο Γερμανός αρχιτέκτονας Hoephner προχωρώντας σε αναθεώρηση της λειτουργίας των κτηρίων της Ακαδημίας, σε μονογραφία του για τις αρχαίες βιβλιοθήκες ταύτισε το Τετράγωνο Περιστύλιο με την Παλαίστρα της Ακαδημίας, ενώ το Γυμνάσιο με το Μουσείο ή την Εξέδρα του Πλάτωνα
            Θεωρεί ότι το βόρειο μεγάλο δωμάτιο του Γυμνασίου δεν είναι το Εφηβείον αλλά χώρος της βιοβλιοθήκης, το ίδιο υποστηρίζει και γιά την Παλαίστρα του Λυκείου. Οι δύο στενοί διάδρομοι που πλαισιώνουν το κεντρικό δωμάτιο, κοινό χαρακτηριστικό και των δύο κτηρίων πρέπει να χρησίμευαν γιά ράφια βιβλιοθηκών.  Στην συνέχεια υιοθετεί παλαιότερη άποψη του  HOMER THOMPSΟN ότι οι τετράγωνες βάσεις που βρέθηκαν σε τακτά διαστήματα στις τρεις στοές του Γυμνασίου πρέπει να στήριζαν τραπέζια, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι μαθητές στης Σχολής για την μελέτη τους.
         
            Η άποψη ότι το Γυμνάσιο ή η Παλαίστρα της Ακαδημίας λειτούργησε ως Εκπαιδευτικό κέντρο σε μία προχωρημένη εποχή πρέπει να είναι βέβαιη. Ομως ο πρωταρχικός χαρακτήρας αυτού του κτηρίου πρέπει να είναι καθαρά αθλητικός.

       Είναι γνωστό ότι τα τρία αρχαία γυμνάσια των Αθηνών ιδρύονται στον 6ο αι. πΧ, έξω από τα τείχη και μακριά από την πόλη . Γιά την ίδρυσή τους επιλέγονται περιοχές εκτεταμένες, δίπλα σε ποτάμια και μέσα σε ιερά άλση, όπου λατρεύονταν θεοί ΄η ήρωες. Οι λατρείες αυτές πρέπει να ήταν πανάρχαιες. Τα γυμνάσια αυτά από θρησκευτικά κέντρα που ήταν αρχικά γίνονται αθλητικά με υποτυπωδεις εγκαταστάσεις. Βαθμιαία οι χώροι τους επιλέγονται από τους φιλοσόφους και γίνονται χώροι παράθεσης ιδεών. Τον 4ο  αι. πΧ και στα τρία γυμνάσια ιδρύονται φιλοσοφικές σχολές. Με εξαίρεση το Κυνόσαργες που δεν έχουμε πληροφορίες μετά το 200 πΧ τα άλλα δύο γίνονται μεγάλα εκπαιδευτικά κέντρα και ιδιαίτερα η Ακαδημία με μεγάλη διάρκεια λειτουργίας. Οι χώροι αυτών των γυμνασίων που χαρακτηρίστηκαν  ως τα πρώτα Πανεπιστήμια δεν ήταν μόνον κέντρα φιλοσοφίας αλλά κυρίως κέντρα έρευνας.
          Ιδιαίτερα η Παλαίστρα του Γυμνασίου του Λυκείου, όπως ο καθηγητής Hoephner προτείνει πρέπει εκτός από ερευνητικό κέντρο να ήταν η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της όψιμης κλασικής περιόδου. Μία ερμηνεία που κατά την άποψή του απασχολεί και γοητεύει τους διάφορους μελετητές
           Στις ανασκαφές της Ακαδημίας έχει βρεθεί ένα μεγάλος αριθμός κινητών ευρημάτων.
Από τα πιό αξιοπερίεργα και μοναδικά στο είδος τους είναι τα ενεπίγραφα σχιστολιθικά πλακίδια. Βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του Φ. Σταυρόπουλλου τα έτη 1958-1959.πολύ κοντά στον τοίχο  που είχε  ταυτισθεί από τον ανασκαφέα με το Ιππαρχου τειχίον. Πρόκειται για ‘εναν μεγάλο αριθμό πλακιδίων από σκληρό σχιστόλιθο, ακανονίστου σχήματος και ποικίλου μεγέθους. Σε ορισμένα από τα πλακίδια έχουν χαραχθεί επιγραφές κυρίως ονόματα ή και περίεργα σύμβολα με οξύ όργανο. Ο Σταυρόπουλλος θεώρησε ότι τα πλακίδια αυτά ανήκουν σε μικρούς μαθητές των αρχών του 4ου αι πΧ που μάθαιναν τα πρώτα τους γράμματα μέσα στους χώρους της Ακαδημίας, μία ερμηνεία που έχει  αμφισβητηθεί από αρχαιολόγους και μελετητές της επιγραφικής. Ομως έχει αμφισβητηθεί και η χρονολόγηση αυτών των πλακιδίων στην κλασική εποχή. Ο Leslie Treatte σε μονογραφία του με τίτλο «Τα ενεπίγραφα σχιστολιθικά πλακίδια από τις ανασκαφές της Αθηναικής Ακαδημίας» που δημοσιεύθηκε το 2007 ύστερα από ενδελεχή και πολυετή έρευνα των πλακιδίων αυτών  απορρίπτει αφενός την ερμηνεία του Σταυρόπουλλου περί γραμματοδιδασκαλείου καθώς και την  χρονολόγηση στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 4ου αι πΧ και αφετέρου αμφισβητεί  την γνησιότητά τους άν δηλαδή πράγματι πρόκειται γιά έργα της αρχαιότητος. Μάλιστα αναφέρει ότι άν πρόκειτα γιά έργα της αρχαιότητος από τον τύπο  ορισμένων γραμμάτων αυτά θα πρέπει να χρονολογηθούν στην υστερορρωμαική εποχή. Είναι απαραίτητο κατά τον Threatte να γίνει επανεξέταση των πλακιδίων σε συσχέτιση με τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν μαζί και με την συνδρομή επιστημονικής ανάλυσης, προκειμένου να διευκρινισθεί η γνησιότητά τους διότι μιά χρονολόγηση στον 19ο αιώνα είναι πολυ πιθανή.

Τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι το προάστιο της αρχαίας Ακαδημίας με το ιερό Άλσος που ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά, με τους βωμούς των θεών, το περίφημο Γυμνάσιο, κοντά στο οποίο ίδρυσε ο Πλάτων την Φιλοσοφική του Σχολή, δεν περιορίζεται μέσα στα συμβατά όρια του σημερινού κηρυγμένου Αρχαιολογικού Χώρου της Ακαδημίας. Ο χώρος στην αρχαιότητα πρέπει να ήταν πολύ πιο εκτεταμένος προς τα δυτικά προς τον Ιππιο Κολωνό κοντά στις όχθες του αρχαίου Κηφισού.
            Όμως παρά τις ανασκαφές στην περιοχή το θέμα της ταυτίσεως και χρονολογήσεως των μνημείων που έχουν έλθει στο φως εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου