της Ελένης Καρασαββίδου/ "Αυγή" 21.07.2012
Οι στίχοι αυτοί του Β. Γκούφα εκφράζουν την ορμητική μερίδα του λαού που βγήκε στους δρόμους σε μια από τις πυκνότερες πολιτικές εβδομάδες αυτού του τόπου, από τις 15 ώς και τις 21 Ιουλίου του 1965, σε μια μαρτυρική προσπάθεια να υπερασπίσει την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση και τη “δημοκρατία” του, δηλαδή τις επιλογές του. Η ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης και ο Ανένδοτος του Γέρου της Δημοκρατίας (όσο κι αν υπαρκτές πλευρές του αμφισβητούν ευθέως αυτόν τον χαρακτηρισμό) οδήγησε σε μια αναμφισβήτητα αήθη και κορυφαία αντιδημοκρατική πράξη των “γνωστών” αντιπάλων του: στην αποστασία.
Στις 21 Ιουλίου του 1965, στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω, έπεφτε νεκρός από τα χτυπήματα των αστυνομικών ο νεολαίος αγωνιστής, κεντρικότατο στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (αν και διαγραφείς) Σωτήρης Πέτρουλας. Ο Σωτήρης γεννημένος στο Οίτυλο της Μάνης από γονείς αγρότες που κατέφυγαν στην Αθήνα για να διασωθούν από τη δολοφονική μανία των ένοπλων συμμοριών της μετεμφυλιακής (ακρο)Δεξιάς, εγγράφεται στο δημοτικό σχολείο της περιοχής Ακαδημία Πλάτωνος και ταυτόχρονα αρχίζει να εργάζεται και να μπαίνει στα βάσανα της καθημερινής βιοπάλης. «Πάλευε και μάθαινε, μάθαινε και πάλευε», είναι η κατευθυντήρια πολιτική φιλοσοφία της Αριστεράς της εποχής που, με ένα βιβλίο στο χέρι και με το άλλο σφιγμένο σε γροθιά στη δουλειά και στον αγώνα, κινητοποιεί έναν “οικονομικά απόκληρο” να την τηρήσει σε όλη του τη ζωή. Άριστος μαθητής, αν και σκληρά εργαζόμενος, και ενεργός πολίτης σε δύσκολες εποχές που αντάμειβαν το γλείψιμο και την αδιαφορία, συμμετέχει στο μαζικό μαθητικό κίνημα γνωρίζοντας διώξεις (ακόμη και αποβολή από τη σχολή του) για λόγους πολιτικής συνείδησης.
Ήδη από την τελευταία χρονιά της μαθητικής του ζωής είχε αρχίσει να δείχνει το ιδιαίτερο μέταλλό του, αρνούμενος, μαζί με άλλους συμμαθητές του, να γράψει έκθεση με σοβινιστικό και αντιλαϊκό περιεχόμενο.
Στους αγώνες για το 114 και το 15% αποτελεί ένα από τα βασικά καθοδηγητικά στελέχη. Τον Ιούλιο του 1962 είναι επικεφαλής συνεργείου που υψώνει τη σημαία του 114 στην Ακρόπολη, στο υπουργείο Βιομηχανίας και το Πανεπιστήμιο. Στις εκλογικές εξορμήσεις της ΕΔΑ του 1963-64 παίρνει ενεργό μέρος στο σπάσιμο της τρομοκρατίας με τις περιοδείες των πούλμαν των νέων δημοκρατών στις επαρχίες (μια ιστορία τόσο συγκλονιστική όσο και των Freedom Riders στις ΗΠΑ που πρέπει κάποτε να γραφτεί). Αν και διαφωνούσε με τη συγχώνευση της Νεολαίας της ΕΔΑ με τη Δημοκρατική Κίνηση Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης ασκώντας παράλληλα κριτική σε πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές της ΕΔΑ, θα προσχωρήσει στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και θα πάρει μέρος στο πρώτο της Ιδρυτικό Συνέδριο τον Μάρτιο του 1965 για να δολοφονηθεί λίγο αργότερα αγωνιζόμενος για τη δημοκρατία στη μεγάλη διαδήλωση της νεολαίας της Αθήνας στις 21 Ιουλίου 1965.
Το όνομά του γίνεται τραγούδι από τον Μίκη και σύνθημα στο στόμα του λαού. Το απίστευτο μανιάτικο μοιρολόι της μάνας του και των δικών του στην πάνδημη κηδεία περιγράφεται με τρόπο πολύ πιο βαθύ από δάκρυα (Wordsworth) στην “Τελευταία Άνοιξη” του Τσίρκα, μπαίνοντας στο Πάνθεον της ελληνικής λογοτεχνίας. Όπως έχει γραφτεί (από τον Αλ. Χατζηκώστα και άλλους), “η μνήμη του τιμάται μέχρι σήμερα μαζί με άλλους αγωνιστές που πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της λευτεριάς”.
Όπως σωστά επισημαίνεται (Connerton,1988), η προφορική ιστορία των μειονοτικών ομάδων μιας κοινωνίας θα παράξει έναν πολύ διαφορετικό είδος ιστορίας: Μια ιστορία στην οποία όχι μόνο οι περισσότερες λεπτομέρειες θα είναι διαφορετικές, αλλά στην οποία η ίδια η επιλογή των εννοιολογικών σχημάτων θα εξυπηρετεί έναν διαφορετικό σκοπό». Η διαφοροποίηση μεταξύ κοινωνικής μνήμης και ιστορικής της κατασκευής (μιας κατασκευής σύμφωνης με τη γλώσσα της ιεραρχίας) θεωρείται σημαντική για να δούμε «πώς» η κυρίαρχη εικόνα μιας κοινωνίας για τον εαυτό της συγκροτείται και «πώς» μεταβάλλεται. Αλλά και «πώς» στη διαδικασία αυτής της μεταβολής οι ετερόκλητες ταυτότητες «σχηματοποιούνται» από τη μια και «ρέουν» από την άλλη.
Ο Πέτρουλας, δολοφονημένος άγρια στα 23 του μόλις χρόνια, αποτελεί για το ελληνικό κίνημα συμβολισμό του νεολαίου που ως -αυτονομημένος από θρησκείες- “Διαρκώς επανερχόμενος Μεσσίας” αντιστέκεται πληρώνοντας το ακριβότερο των τιμημάτων: τη ζωή. Και σπάζοντας την ευμάρεια κάθε παθητικής κοινωνίας θυμίζει: Κάποτε θα 'ρθουν γνωστικοί, / λογάδες και γραμματικοί / για να σε πείσουν / Έχε το νου σου στο παιδί / κλείσε την πόρτα με κλειδί /
θα σε πουλήσουν...
To να θυμόμαστε (ιδίως σε εποχή φαύλων και όχι ουσιαστικών συγκυβερνήσεων και θεμελιακών πλανητικών “αναθεωρήσεων”) την “ενοχλητική ιστορία” (από την τραγική εβδομάδα του '65 έως το διήμερο της μεγάλης λαϊκής μάχης του ιστορικού περσινού Ιουνίου) αποτελεί αυτό που η διαχείριση της μνήμης ήταν πάντα: πολιτική πράξη.
Οι στίχοι αυτοί του Β. Γκούφα εκφράζουν την ορμητική μερίδα του λαού που βγήκε στους δρόμους σε μια από τις πυκνότερες πολιτικές εβδομάδες αυτού του τόπου, από τις 15 ώς και τις 21 Ιουλίου του 1965, σε μια μαρτυρική προσπάθεια να υπερασπίσει την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση και τη “δημοκρατία” του, δηλαδή τις επιλογές του. Η ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης και ο Ανένδοτος του Γέρου της Δημοκρατίας (όσο κι αν υπαρκτές πλευρές του αμφισβητούν ευθέως αυτόν τον χαρακτηρισμό) οδήγησε σε μια αναμφισβήτητα αήθη και κορυφαία αντιδημοκρατική πράξη των “γνωστών” αντιπάλων του: στην αποστασία.
Στις 21 Ιουλίου του 1965, στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω, έπεφτε νεκρός από τα χτυπήματα των αστυνομικών ο νεολαίος αγωνιστής, κεντρικότατο στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (αν και διαγραφείς) Σωτήρης Πέτρουλας. Ο Σωτήρης γεννημένος στο Οίτυλο της Μάνης από γονείς αγρότες που κατέφυγαν στην Αθήνα για να διασωθούν από τη δολοφονική μανία των ένοπλων συμμοριών της μετεμφυλιακής (ακρο)Δεξιάς, εγγράφεται στο δημοτικό σχολείο της περιοχής Ακαδημία Πλάτωνος και ταυτόχρονα αρχίζει να εργάζεται και να μπαίνει στα βάσανα της καθημερινής βιοπάλης. «Πάλευε και μάθαινε, μάθαινε και πάλευε», είναι η κατευθυντήρια πολιτική φιλοσοφία της Αριστεράς της εποχής που, με ένα βιβλίο στο χέρι και με το άλλο σφιγμένο σε γροθιά στη δουλειά και στον αγώνα, κινητοποιεί έναν “οικονομικά απόκληρο” να την τηρήσει σε όλη του τη ζωή. Άριστος μαθητής, αν και σκληρά εργαζόμενος, και ενεργός πολίτης σε δύσκολες εποχές που αντάμειβαν το γλείψιμο και την αδιαφορία, συμμετέχει στο μαζικό μαθητικό κίνημα γνωρίζοντας διώξεις (ακόμη και αποβολή από τη σχολή του) για λόγους πολιτικής συνείδησης.
Ήδη από την τελευταία χρονιά της μαθητικής του ζωής είχε αρχίσει να δείχνει το ιδιαίτερο μέταλλό του, αρνούμενος, μαζί με άλλους συμμαθητές του, να γράψει έκθεση με σοβινιστικό και αντιλαϊκό περιεχόμενο.
Στους αγώνες για το 114 και το 15% αποτελεί ένα από τα βασικά καθοδηγητικά στελέχη. Τον Ιούλιο του 1962 είναι επικεφαλής συνεργείου που υψώνει τη σημαία του 114 στην Ακρόπολη, στο υπουργείο Βιομηχανίας και το Πανεπιστήμιο. Στις εκλογικές εξορμήσεις της ΕΔΑ του 1963-64 παίρνει ενεργό μέρος στο σπάσιμο της τρομοκρατίας με τις περιοδείες των πούλμαν των νέων δημοκρατών στις επαρχίες (μια ιστορία τόσο συγκλονιστική όσο και των Freedom Riders στις ΗΠΑ που πρέπει κάποτε να γραφτεί). Αν και διαφωνούσε με τη συγχώνευση της Νεολαίας της ΕΔΑ με τη Δημοκρατική Κίνηση Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης ασκώντας παράλληλα κριτική σε πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές της ΕΔΑ, θα προσχωρήσει στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη και θα πάρει μέρος στο πρώτο της Ιδρυτικό Συνέδριο τον Μάρτιο του 1965 για να δολοφονηθεί λίγο αργότερα αγωνιζόμενος για τη δημοκρατία στη μεγάλη διαδήλωση της νεολαίας της Αθήνας στις 21 Ιουλίου 1965.
Το όνομά του γίνεται τραγούδι από τον Μίκη και σύνθημα στο στόμα του λαού. Το απίστευτο μανιάτικο μοιρολόι της μάνας του και των δικών του στην πάνδημη κηδεία περιγράφεται με τρόπο πολύ πιο βαθύ από δάκρυα (Wordsworth) στην “Τελευταία Άνοιξη” του Τσίρκα, μπαίνοντας στο Πάνθεον της ελληνικής λογοτεχνίας. Όπως έχει γραφτεί (από τον Αλ. Χατζηκώστα και άλλους), “η μνήμη του τιμάται μέχρι σήμερα μαζί με άλλους αγωνιστές που πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της λευτεριάς”.
Όπως σωστά επισημαίνεται (Connerton,1988), η προφορική ιστορία των μειονοτικών ομάδων μιας κοινωνίας θα παράξει έναν πολύ διαφορετικό είδος ιστορίας: Μια ιστορία στην οποία όχι μόνο οι περισσότερες λεπτομέρειες θα είναι διαφορετικές, αλλά στην οποία η ίδια η επιλογή των εννοιολογικών σχημάτων θα εξυπηρετεί έναν διαφορετικό σκοπό». Η διαφοροποίηση μεταξύ κοινωνικής μνήμης και ιστορικής της κατασκευής (μιας κατασκευής σύμφωνης με τη γλώσσα της ιεραρχίας) θεωρείται σημαντική για να δούμε «πώς» η κυρίαρχη εικόνα μιας κοινωνίας για τον εαυτό της συγκροτείται και «πώς» μεταβάλλεται. Αλλά και «πώς» στη διαδικασία αυτής της μεταβολής οι ετερόκλητες ταυτότητες «σχηματοποιούνται» από τη μια και «ρέουν» από την άλλη.
Ο Πέτρουλας, δολοφονημένος άγρια στα 23 του μόλις χρόνια, αποτελεί για το ελληνικό κίνημα συμβολισμό του νεολαίου που ως -αυτονομημένος από θρησκείες- “Διαρκώς επανερχόμενος Μεσσίας” αντιστέκεται πληρώνοντας το ακριβότερο των τιμημάτων: τη ζωή. Και σπάζοντας την ευμάρεια κάθε παθητικής κοινωνίας θυμίζει: Κάποτε θα 'ρθουν γνωστικοί, / λογάδες και γραμματικοί / για να σε πείσουν / Έχε το νου σου στο παιδί / κλείσε την πόρτα με κλειδί /
θα σε πουλήσουν...
To να θυμόμαστε (ιδίως σε εποχή φαύλων και όχι ουσιαστικών συγκυβερνήσεων και θεμελιακών πλανητικών “αναθεωρήσεων”) την “ενοχλητική ιστορία” (από την τραγική εβδομάδα του '65 έως το διήμερο της μεγάλης λαϊκής μάχης του ιστορικού περσινού Ιουνίου) αποτελεί αυτό που η διαχείριση της μνήμης ήταν πάντα: πολιτική πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου